from laboratory to project
From Laboratory to Project: A Particular Exhibition for the Celebration of the Ninety Years of the Bauhaus in Weimar
Lecture by Eriphyli Veneri and Naira Stergiou
at the international conference Bauhaus and Greece: The New Idea of Synthesis in Art and Architecture
Benaki Museum Pireos Street, Athens
(Available only in greek language)
Η εισήγηση From Laboratory to Project: Μια ιδιαίτερη έκθεση για τον εορτασμό των ενενήντα χρόνων του Bauhaus στη Βαϊμάρη (2009) παρουσιάζει τη διοργάνωση με τίτλο From Laboratory to Project που έλαβε χώρα στο Neues Museum της Βαϊμάρης (16 Οκτωβρίου-29 Νοεμβρίου 2009), με την αφορμή των ενενήντα χρόνων από την ίδρυση της σχολής του Bauhaus στην πόλη. Με πρωτοβουλία του Τμήματος Art & Design του Bauhaus University Weimar (BUW), η εκδήλωση εγκαινιάστηκε με διήμερο συμπόσιο και εισηγήσεις διεθνών καθηγητών και πήρε την τελική μορφή έκθεσης στην οποία συμμετείχαν φοιτητές και απόφοιτοι του τμήματος καθώς και έξι άλλων συνεργαζόμενων Πανεπιστημίων με παρόμοιο διεπιστημονικό προφίλ: Tokyo University of the Arts, Pratt Institute/ New York, Bezalel Academy of Art and Design/ Tel Aviv, School of the Art Institute of Chicago, IUAV Venezia, Yildiz Technical University Istanbul. Η συμμετοχή των διεθνών συνεργαζόμενων Ιδρυμάτων είχε τον συμβολισμό του διασκορπισμού των εκπροσώπων του Bauhaus ανά τον κόσμο κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η θεματική της εκδήλωσης αφορούσε μια ενημερωμένη εκδοχή του διδακτικού μοντέλου του Bauhaus και της φιλοσοφίας του, σύγχρονες αναγνώσεις, κατανοήσεις και εφαρμογές του. Το εκθεσιακό μέρος του From Laboratory to Project χωρίστηκε σε τρεις ενότητες· κάθε ενότητα αφορούσε ένα από τα υπο-πεδία του Art & Design: Καλές Τέχνες, Οπτική Επικοινωνία και Βιομηχανικός Σχεδιασμός. Η εισήγηση εστιάζει στην ενότητα των εικαστικών (Καλές Τέχνες), η οποία, με τριάντα (30) καλλιτεχνικές συμμετοχές, κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα εκφραστικών μορφών και μέσων: ζωγραφική/ σχέδιο, γλυπτική, φωτογραφία, εγκατάσταση, performance, εικαστική δράση, συμμετοχική τέχνη, τέχνη στον δημόσιο χώρο. Παρακάτω, θα παρουσιαστούν τρεις αντιπροσωπευτικές συμμετοχές, τα έργα των οποίων φέρουν σύγχρονα στοιχεία που βρίσκονται σε σύνδεση (ως μετεξέλιξη) με τις διδακτικές αρχές του Bauhaus.
Οι γενικές πληροφορίες για το συμπόσιο και την έκθεση που δίνονται στην εισήγηση προέρχονται μέσω της επικοινωνίας με τις επιμελήτριες της έκθεσης, Prof. Liz Bachhuber, διευθύντρια τότε του MFA Public Art and New Artistic Strategies (BUW), και Prof. Barbara Nemitz, καθηγήτρια τότε του ΒΑ Fine Art, BUW, από την έκδοση “From Laboratory to Project” , καθώς και συγκεκριμένα από τα πρακτικά της εισήγησης (συμπεριλαμβάνονται στην έκδoση, σσ. 183-188) “Concerning the Theme: From Laboratory to Project” του Prof. Siegfried Gronert, πρύτανη του Τμήματος Art & Design του BUW το 2009. Οι πληροφορίες καθώς και οι φωτογραφίες που σχετίζονται με τα εικαστικά έργα προέρχονται από επικοινωνία με τους καλλιτέχνες.
Ο τίτλος From Laboratory to Project έχει αναφορά στο συμπόσιο The Model as Conceptual Image που πραγματοποιήθηκε το 2003 για τη δέκατη επέτειο του Τμήματος Art & Design στη Βαϊμάρη, και το οποίο εξέτασε την έννοια του μοντέλου στην τέχνη και στο design. Αναντίρρητα, τα μοντέλα-μακέτες, τα μοντέλα εργασίας, τα εννοιολογικά μοντέλα, τα μοντέλα σκέψης και ανάλυσης, αποτελούν αναπόσπαστο συστατικό και εργαλείο καλλιτεχνών και σχεδιαστών (designers). Το 2009, για την ενενηκοστή επέτειο του Bauhaus, οργανώνεται νέο συμπόσιο, με θεματικό άξονα το πρότζεκτ-ως-κεντρική-διδακτική-φόρμα του Τμήματος Art & Design. Οι έννοιες μοντέλο και πρότζεκτ είναι βαθιά ταυτισμένες και συνυφασμένες με το συγκεκριμένο τμήμα, το οποίο βασίζει και διαρθρώνει τις εργασίες και τη διδασκαλία του σε αυτό το σχήμα (project-based)· στο πλαίσιο του σχήματος αυτού, η σύλληψη (concept) και οι τεχνικές (practice) αναπτύσσονται και εξελίσσονται μαζί. Παράλληλα, το τμήμα Art & Design, ευνοεί τη διεπιστημονική κατεύθυνση και την αλληλεπίδραση. Απόρροια αυτών είναι η ανάπτυξη της καλλιτεχνικής έρευνας μέσα από το πλαίσιο πράξης, τον συνδυασμό δηλαδή πρακτικής και μεθοδολογίας.
Η αρχή περί της ενότητας τέχνης και τεχνολογίας όρισε τα εργαστήρια-workshops του Bauhaus ως “βιομηχανικά εργαστήρια” (“industrial laboratories”, Gropius 1925), στα οποία τα μοντέλα σχεδιάζονταν, παράγονταν, μελετούνταν προσεκτικά και βελτιώνονταν έως τη σταθεροποίησή τους για αναπαραγωγή. Η περίφημη λάμπα Bauhaus (Jucker και Wagenfeld) που παράχθηκε και αναπαράχθηκε σε εκατοντάδες αντίτυπα στο εργαστήριο μετάλλου πρώτα στη Βαϊμάρη και μετά στο Ντεσσάου αποτελεί κατ’ εξοχήν παράδειγμα.
Η εν λόγω έκθεση όσο και η θεωρητική της πλαισίωση από τις εισηγήσεις του συμποσίου εξέτασε σύγχρονους τρόπους εργασίας στα πεδία της τέχνης και του design (Οπτική Επικοινωνία και Βιομηχανικός Σχεδιασμός), καθώς και σημερινές διαπερατότητες ανάμεσά τους. Τα έργα που παρουσιάστηκαν βασίζονταν στο πρότζεκτ ως μορφή διδασκαλίας (project teaching), όπως αυτή εισήχθηκε από τον Lucius Burckhardt κατά την ίδρυση του Τμήματος Art & Design του BUW το 1993· το πρότζεκτ ως το πλαίσιο οργάνωσης των ζητούμενων, των δεδομένων και των στόχων, καθώς και της ανάλυσης των διαδικασιών εργασίας, των προσεγγίσεων, των στρατηγικών.
Είναι προφανές ότι αυτή η μορφή διδασκαλίας αποδεικνύεται αποτελεσματική στα εφαρμοσμένα πεδία του Βιομηχανικού Σχεδιασμού και της Οπτικής Επικοινωνίας. Τι επιφέρει όμως το project teaching στις εικαστικές τέχνες; Οι φοιτητές-καλλιτέχνες καλούνται να εργαστούν γύρω από ένα συγκεκριμένο ενιαίο θέμα. Κεντρική θεώρηση του μοντέλου της Βαϊμάρης αποτελεί το ότι η συγκέντρωση σε δεδομένο θέμα δεν αντιτίθεται στην καλλιτεχνική ατομικότητα, αλλά αντιθέτως, γύρω από το κοινό ζητούμενο/ θέμα έργου, το άτομο μπορεί να τοποθετηθεί και να διαμορφώσει το δικό του μοναδικό περίγραμμα.
Η καλλιτεχνική πρακτική που είναι βασισμένη στη φόρμα του πρότζεκτ και η εγγύτητά της σε άλλα επιστημονικά πεδία οδηγεί τους καλλιτέχνες στην υιοθέτηση και την εφαρμογή νέων μεθόδων· οι νέες καλλιτεχνικές στρατηγικές συμπεριλαμβάνουν την κατασκευή μοντέλων, τη σειριακή παραγωγή, τη διαφήμιση, τον συνδυασμό εικόνας και γραφής (κειμένου), την άμεση αλληλεπίδραση με το κοινό. Η αντίληψη της δημιουργίας σαν ανοικτή διαδικασία (process-based art) χαρακτηρίζει το εικαστικό πρότζεκτ· η διαδικασία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του τελικού έργου ή είναι ακόμα και το ίδιο το έργο.
Η οργάνωση έτσι της καλλιτεχνικής εργασίας σε παραμέτρους (χρονικές, μεθοδολογικές, θεματικές, κ.ο.κ.) στις οποίες συμπεριλαμβάνεται ο καθορισμός ρεαλιστικών στόχων ή ακόμα και ο ακριβής οικονομικός προϋπολογισμός, ενισχύει τον επαγγελματισμό, και αποτελεί μέρος της διδακτικής και της εκμάθησης. Η διεπιστημονικότητα πολλαπλασιάζει τις ιδέες και τις δυνατότητες στην τέχνη και της δίνει ώθηση να αναλάβει ρίσκα.
Τρία παραδείγματα εικαστικών συμμετοχών από την έκθεση From Laboratory to Project (ενότητα Καλές Τέχνες):
Yoshinari Nishio (1982 Nara, Japan), Ph.D in Fine Arts, MFA, BFA, Tokyo University of Arts
Το έργο Familial Uniform (2006-2009) επανα-σκηνοθετεί λεπτομερώς οικογενειακές φωτογραφίες μια εικοσαετία αργότερα. Τα ομαδικά πορτραίτα φωτογραφίζονται για δεύτερη φορά στο αρχικό σκηνικό· τα μέλη της οικογένειας ποζάρουν φορώντας τον ίδιο, ανακατασκευασμένο πλέον, ρουχισμό. O Nishio δημιουργεί μέσα από τις οικογενειακές στολές του συνενώσεις ανάμεσα στα πεδία της μη-εφαρμοσμένης τέχνης (εικαστικά, φωτογραφία), του σχεδίου μόδας (fashion design) και της οπτικής επικοινωνίας. Ο ίδιος χαρακτηρίζει την καλλιτεχνική πρακτική του ως “fashionscape design”. Το Familial Uniform είναι σαν εγχείρημα εφικτό μόνο μέσω των οικογενειακών δεσμών που παραμένουν ισχυροί και αναλλοίωτοι μέσα στον χρόνο· αυτούς ακριβώς επιχειρεί να οπτικοποιήσει. Το πρότζεκτ διάρκειας τριών ήδη ετών, παραμένει ένα έργο σε εξέλιξη (οngoing project), μια ανοικτή δημιουργική διαδικασία.
Στο έργο Self Select (2009), ο Nishio ανταλλάσει τα δικά του ρούχα με εκείνα τυχαίων περαστικών σε διάφορες μεγάλες πόλεις, όπως το Παρίσι και το Ναϊρόμπι. Καταγράφει την ανταλλαγή με τη μορφή των διπλού φωτογραφικού πορτραίτου. Το ρούχο ως κουστούμι αποτελεί μέρος της αισθητικής της ταυτότητας του υποκειμένου, η οποία εσωκλείει εθνοπολιτισμικά, κοινωνικά και ιδεολογικά στοιχεία. Το κοστούμι φέρει έτσι πληθώρα μηνυμάτων και αποτελεί έτσι ισχυρό μέσο επικοινωνίας στη διανθρώπινη συνδιαλλαγή· ο κάθε ένας μας “φορά” το κουστούμι της ομοιότητας ή της διαφορετικότητας του: τοπική ενδυμασία, δυτική ενδυμασία, φυλετική, σεξουαλική, θρησκευτική, το κουστούμι ως στολή εργασίας κ.ο.κ. “Ένα κοστούμι που είναι μοναδικό για μια συγκεκριμένη ομάδα είναι πιο σημαντικό από τη γλώσσα ως κριτήριο διάκρισης του “εμείς” από το “αυτούς”” (“A costume that is unique to a certain group is more important than language as a criterion to distinguish “us” from “them””), λέει ο Nishio. Η συμμετοχική αυτή εικαστική δράση βρίσκεται στα όρια της performance και της τέχνης στον δημόσιο χώρο· μέσα από την ανταλλαγή των ρούχων, ο καλλιτέχνης δίνει ένα μέρος της ταυτότητάς του για να ταυτιστεί με τον εκάστοτε Άλλον, δημιουργώντας σχέσεις κοινωνικοποίησης ως μη-γλωσσικές “συνομιλίες”.
Simone Weikelt (1974 Erfurt, Germany), Diploma in Fine Arts, Bauhaus University Weimar/ BA Studies of Law, Friedrich-Schiller University Jena/ BA Studies of Business Administration, University of Applied Science Erfurt
Ένας ψηλός τοίχος στο δυτικό άκρο της Prellergalerie του Neues Museum Weimar καλύπτεται από παχύ, λαμπερό ροζ βαμβάκι. Το Contemporary Wall (2009, διαστάσεις μεταβλητές, εδώ περίπου 4 x 4 μ.) είναι ένα γλυπτικό έργο για την εικοστή επέτειο της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου. Η πολιτική αναφορά της εγκατάστασης στην πρόσφατη ιστορία της Γερμανίας, σε συνδυασμό με την επιλογή της υλικότητας του έργου, δημιουργεί ερωτήματα και ενδεχομένως αμηχανία στον θεατή. Η εφήμερη γλυπτική εγκατάσταση της Weikelt εγείρει συναισθήματα και μνήμες, ενώ η παραδοξότητα του αισθητηριακού, σχεδόν ουτοπικού, ροζ μαλακού τοίχου αντιτίθεται στη ρεαλιστική πραγματικότητα. Ο απαλός τοίχος μας προκαλεί/ προσκαλεί να τον αγγίξουμε, να τον χαϊδέψουμε, σε αντίθεση με κάθε αδιάβλητο, γκρίζο, βρώμικο τοίχο που όλοι ονειρευόμαστε να γκρεμίσουμε. Καθώς τα κοινωνικά συστήματα και οι κοινωνικές δομές δεν είναι ποτέ στατικά αλλά μετασχηματίζονται διαρκώς μέσα στον χρόνο, εντάσσονται δηλαδή σε διαδικασίες δυναμικές, το Contemporary Wall θέλει να ανακατασκευάσει τα στεγανά τείχη του παρόντος και να υπονοήσει με την παρουσία του τη μεταλλαγή τους προς μια ζώνη μετάβασης.
Η γλυπτική εγκατάσταση της Weikelt συνοδεύεται από προσχέδια-μακέτες (μοντέλα) που δείχνουν τη διαδικασία της εξέλιξης τόσο σε νοητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδι (σύλληψη, σχεδιασμός, παραγωγή), καθώς και από ακριβή περιγραφή με τις παραμέτρους παρουσίασης και τοποθέτησης του έργου (οδηγίες και μετρήσεις) για κάθε νέα του έκθεση.
Weimar Public
Εριφύλη Βενέρη (1983 Αθήνα), MA Art in Context, Berlin University of the Arts/ MFA Public Art and New Artistic Strategies, Bauhaus University Weimar/ Πτυχίο Ζωγραφικής, Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
Λουκάς Μπαρτατίλας (1981 Αθήνα), MFA Public Art and New Artistic Strategies, Bauhaus Univeristy Weimar/ Πτυχίο Αρχιτεκτονικής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Σοφία Ντώνα (1981 Αθήνα), MFA Public Art and New Artistic Strategies, Bauhaus Univeristy Weimar/ Πτυχίο Αρχιτεκτονικής, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Θάλεια Ραυτοπούλου (1981 Αθήνα), MFA Public Art and New Artistic Strategies, Bauhaus Univeristy Weimar/ Πτυχίο Ζωγραφικής, Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
Οι Weimar Public ερεύνησαν τη σύνδεση του Bauhaus και της οικολογικής/ περιβαλλοντικής κρίσης. Με αφετηρία το βίντεο του Moholy-Nagy The New Architecture and the London Zoo (1936), η ομάδα απασχολήθηκε με το πώς η φύση εξημερώθηκε ή κυριαρχήθηκε από την αρχιτεκτονική, και συγκεκριμένα πώς, στην περίπτωση του Ζωολογικού Κήπου του Λονδίνου, τα ζώα χρησιμοποιήθηκαν πειραματικά ως κάτοικοι ενός νέου τεχνητού περιβάλλοντος.
Αφίσες διαθέσιμες στους επισκέπτες· κάθε αφίσα αναπαράγει την ιστορική φωτογραφία από το έτος 1936, η οποία αποτέλεσε το εφαλτήριο για το έργο How to Zoo ΙΙ (2009): οι πιγκουίνοι στέκονται μπροστά στο μοντέλο του νέου τους σπιτιού που ο Άγγλος αρχιτέκτονας Berthold Lubetkin σχεδίασε το 1934 για τον Ζωολογικό του Λονδίνου βάσει αρχών του Bauhaus.
Ο επισκέπτης της έκθεσης κλήθηκε να υιοθετήσει την οπτική του πιγκουίνου και να φωτογραφηθεί καθώς επεξεργάζεται το ανακατασκευασμένο αρχιτεκτονικό μοντέλο του Penguin Pool. Η κομψή κατασκευή που χρησιμοποίησε τη νέα τεχνολογία οπλισμένου σκυροδέματος της εποχής για τις δύο οβάλ ράμπες της, αποδείχθηκε ακατάλληλη για τους πιγκουίνους, που προσβάλλονταν από αρθρίτιδα· το κτίσμα εκκενώθηκε, αποτελώντας σήμερα διατηρητέο αρχιτεκτονικό μνημείο της νεωτερικότητας. Αρχιτεκτονικές πηγές της εποχής αποκαλύπτουν ότι οι βιολογικές απαιτήσεις των πουλιών δεν ελήφθησαν αρχικά υπόψιν, κάτι που ίσχυε και για άλλα νέα τότε κτίρια του ζωολογικού. Κύριο μέλημα αποτελούσε η εξοικείωση του κοινού με την τότε σύγχρονη αρχιτεκτονική αισθητική.
Η επιτόπια έρευνα της ομάδας στο Λονδίνο, η αναπαραγωγή σε πολλαπλά αντίτυπα (αφίσες) της ιστορικής φωτογραφίας, η κατασκευή του αρχιτεκτονικού μοντέλου ως γλυπτικό στοιχείο για την εγκατάσταση, και η συμμετοχή του κοινού για την ολοκλήρωση του έργου, είναι τα στοιχεία που συγκροτούν το πλαίσιο πράξης (μεθοδολογία και πρακτική) του πρότζεκτ._
Familiar Uniform (2006-2009), © Yoshinari Nishio
How to Zoo II (2009), © Weimar Public